Κατά τους αρχαίους Έλληνες, αυτή είναι η ώρα επιστροφής της Περσεφόνης από τον Άδη στη Γη και τη μητέρα της, τη Δήμητρα. Αυτή είναι η αρχή της Άνοιξης.
Στην αστρονομία, ισημερία ονομάζεται η μέρα κατά την οποία έχουμε χρονικά ίση μέρα και ίση νύχτα. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στον αέναο «χορό» της Γης γύρω από τον εαυτό της και τον Ήλιο.
Επειδή ο άξονας περιστροφής της Γης δεν είναι κάθετος στο επίπεδο περιφοράς της, η διάρκεια τόσο της μέρας όσο και της νύχτας μεγαλώνει ή αντίθετα μικραίνει. Ωστόσο, δύο φορές τον χρόνο, μία ως αρχή της Άνοιξης και μία ως αρχή του Φθινοπώρου, η Γη παίρνει τέτοια θέση που οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν κάθετα στον ισημερινό, εξισώνοντας ακριβώς τη μέρα και τη νύχτα.
Από το εαρινό ισημερινό σημείο και μετά, ο Ήλιος φαίνεται καθημερινά να σκαρφαλώνει όλο και πιο πάνω στο βόρειο ημισφαίριο του ουρανού. Οι μέρες μεγαλώνουν, οι νύχτες μικραίνουν, με αποτέλεσμα και ο καιρός να γίνεται όλο και πιο θερμός. Όταν ο Ήλιος αγγίξει το βορειότερο σημείο τότε αρχίζει και πάλι να «βουτά» σιγά-σιγά προς τον ισημερινό. Και κάπως έτσι πραγματοποιείται ο ακούραστος κύκλος των τεσσάρων εποχών.
Η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας δεν είναι σταθερή. Η πρώτη μέρα της άνοιξης καταγράφεται μεταξύ της 19ης Μαρτίου και της 21ης Μαρτίου. Η ημερολογιακή αυτή διαφορά οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Αρχικά, κάθε έτος δεν έχει ακριβώς τις ίδιες μέρες (π.χ. δίσεκτα έτη). Επιπλέον, η ελλειπτική τροχιά της Γης σε συνδυασμό με την βαρυτική έλξη των υπολοίπων πλανητών αλλάζουν διαρκώς τον προσανατολισμό μας απέναντι στον Ήλιο.
Αν και έχει διαμορφωθεί η κοινή πεποίθηση ότι παραδοσιακά η Άνοιξη αρχίζει στις 21 Μαρτίου, στην πραγματικότητα, όπως δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία, στη διάρκεια του 20ού αιώνα αυτό συνέβη μόνο στα 36 από τα συνολικά 100 έτη, κυρίως στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Στην Ευρώπη η τελευταία φορά που η άνοιξη μπήκε στις 21 Μαρτίου ήταν το 2007, ενώ η επόμενη θα αργήσει πολύ, αφού θα ξανασυμβεί το 2102.
Η εαρινή ισημερία είναι επίσης η αφετηρία μέτρησης για τον προσδιορισμό του εορτασμού της Ανάστασης του Χριστού από την θρησκεία μας. Σύμφωνα με τον Κανόνα της Νίκαιας, εορτάζουμε την Ανάσταση την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο από την εαρινή ισημερία. Η αιτία της ημερολογιακής διαφοράς μεταξύ του εορτασμού της Ανάστασης από Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθοδόξους, ωστόσο, έχει ενδιαφέρον:
Η διαφορά του εορτασμού της μέγιστης εορτής της Ορθοδοξίας μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν προήλθε από τον καθ’ημάς ορισμό της εαρινής ισημερίας βάση του παλαιού – Ιουλιανού ημερολογίου, όπως συμβαίνει ενίοτε, ούτε από τυχόν διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του, αλλά από τον εσφαλμένο προσδιορισμό της εαρινής πανσελήνου δια του 19ετούς κύκλου του Μέτωνος ο οποίος στην εποχή μας παρουσιάζει συσσωρευμένο σφάλμα περίπου 5 ημερών.
Στην αστρονομία, ισημερία ονομάζεται η μέρα κατά την οποία έχουμε χρονικά ίση μέρα και ίση νύχτα. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στον αέναο «χορό» της Γης γύρω από τον εαυτό της και τον Ήλιο.
Επειδή ο άξονας περιστροφής της Γης δεν είναι κάθετος στο επίπεδο περιφοράς της, η διάρκεια τόσο της μέρας όσο και της νύχτας μεγαλώνει ή αντίθετα μικραίνει. Ωστόσο, δύο φορές τον χρόνο, μία ως αρχή της Άνοιξης και μία ως αρχή του Φθινοπώρου, η Γη παίρνει τέτοια θέση που οι ακτίνες του Ήλιου πέφτουν κάθετα στον ισημερινό, εξισώνοντας ακριβώς τη μέρα και τη νύχτα.
Από το εαρινό ισημερινό σημείο και μετά, ο Ήλιος φαίνεται καθημερινά να σκαρφαλώνει όλο και πιο πάνω στο βόρειο ημισφαίριο του ουρανού. Οι μέρες μεγαλώνουν, οι νύχτες μικραίνουν, με αποτέλεσμα και ο καιρός να γίνεται όλο και πιο θερμός. Όταν ο Ήλιος αγγίξει το βορειότερο σημείο τότε αρχίζει και πάλι να «βουτά» σιγά-σιγά προς τον ισημερινό. Και κάπως έτσι πραγματοποιείται ο ακούραστος κύκλος των τεσσάρων εποχών.
Η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας δεν είναι σταθερή. Η πρώτη μέρα της άνοιξης καταγράφεται μεταξύ της 19ης Μαρτίου και της 21ης Μαρτίου. Η ημερολογιακή αυτή διαφορά οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Αρχικά, κάθε έτος δεν έχει ακριβώς τις ίδιες μέρες (π.χ. δίσεκτα έτη). Επιπλέον, η ελλειπτική τροχιά της Γης σε συνδυασμό με την βαρυτική έλξη των υπολοίπων πλανητών αλλάζουν διαρκώς τον προσανατολισμό μας απέναντι στον Ήλιο.
Αν και έχει διαμορφωθεί η κοινή πεποίθηση ότι παραδοσιακά η Άνοιξη αρχίζει στις 21 Μαρτίου, στην πραγματικότητα, όπως δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία, στη διάρκεια του 20ού αιώνα αυτό συνέβη μόνο στα 36 από τα συνολικά 100 έτη, κυρίως στις αρχές και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Στην Ευρώπη η τελευταία φορά που η άνοιξη μπήκε στις 21 Μαρτίου ήταν το 2007, ενώ η επόμενη θα αργήσει πολύ, αφού θα ξανασυμβεί το 2102.
Η εαρινή ισημερία είναι επίσης η αφετηρία μέτρησης για τον προσδιορισμό του εορτασμού της Ανάστασης του Χριστού από την θρησκεία μας. Σύμφωνα με τον Κανόνα της Νίκαιας, εορτάζουμε την Ανάσταση την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο από την εαρινή ισημερία. Η αιτία της ημερολογιακής διαφοράς μεταξύ του εορτασμού της Ανάστασης από Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθοδόξους, ωστόσο, έχει ενδιαφέρον:
Η διαφορά του εορτασμού της μέγιστης εορτής της Ορθοδοξίας μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας δεν προήλθε από τον καθ’ημάς ορισμό της εαρινής ισημερίας βάση του παλαιού – Ιουλιανού ημερολογίου, όπως συμβαίνει ενίοτε, ούτε από τυχόν διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του, αλλά από τον εσφαλμένο προσδιορισμό της εαρινής πανσελήνου δια του 19ετούς κύκλου του Μέτωνος ο οποίος στην εποχή μας παρουσιάζει συσσωρευμένο σφάλμα περίπου 5 ημερών.
Category
📚
Learning